παραταίρι

παραταίρι
το
αυτός που στερείται από τον σύντροφο του στο ζευγάρι, αυτός που δεν έχει σύντροφο, ο ασυντρόφευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ταίρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράταιρος — η, ο [παραταίρι] αυτός που δεν έχει προσαρμοστεί σωστά, ο κακά ταιριασμένος, ο ανόμοιος ή ασύμφωνος με τον άλλο, ιδίως για πράγματα ή πρόσωπα που αποτελούν ζευγάρι («παράταιρα παπούτσια») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”